αμφίστροφος

αμφίστροφος
-η, -ο
αυτός που μπορεί να στραφεί κι απ' τις δυο μεριές, εύστροφος: Ο διακόπτης που έβαλε είναι αμφίστροφος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αμφίστροφος — η, ο (Α ἀμφίστροφος, ον) αυτός που στρέφεται μπρος και πίσω, προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις αρχ. αυτός που στρέφεται γρήγορα, εύστροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + στροφος < στρέφω] …   Dictionary of Greek

  • ἀμφίστροφον — ἀμφίστροφος turning to and fro masc/fem acc sg ἀμφίστροφος turning to and fro neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”